- ισοστοιχώ
- ἰσοστοιχῶ, -έω (Α) [ισόστοιχος](για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑπολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοστοίχῳ — ἰσόστοιχος occupying a corresponding place masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)